παλάβρας

παλάβρας
ο
ο μωρόλογος, ο καυχησιάρης, ο φλύαρος (βλ. παλαβός): Ακούγαμε τόση ώρα τον παλάβρα και μας έκανε καζάνι το κεφάλι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παλάβρας — ο [παλάβρα] 1. παλαβός 2. αυτός που λέει παλάβρες …   Dictionary of Greek

  • παλαβρός — ο [παλάβρα] παλάβρας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”